Τηρης

Τηρης
    Τήρης
    -ους, ион. εω ὅ Тер (царь фракийского племени одрисов, заложивший основы общефракийской монархии, V-IV вв. до н.э.) Her., Thuc., Xen.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "Τηρης" в других словарях:

  • Τήρης — masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηρῇς — τηρέω watch over pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τήρης — τηρέω watch over imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τηρέων — Τήρης masc gen pl (epic ionic) Τηρεύς masc gen pl Τηρέω̆ν , Τηρεύς masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τηρῶν — Τήρης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τήρην — Τήρης masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τήρου — Τήρης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τήρα — Τήρᾱ , Τήρης masc nom/voc/acc dual Τήρᾱ , Τήρης masc voc sg (attic) Τήρᾱ , Τήρης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιννοτήρης — και πινοτήρης, ο, ΝΜΑ ο πιννοθήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίννα/ πίνη + τήρης (< τηρῶ) πρβλ. δεμνιο τήρης)] …   Dictionary of Greek

  • πτερνοτήρης — ὁ, Μ ο πτερνοσκόπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη / πτέρνα + τηρης (< τηρῶ), πρβλ. δεμνιο τήρης] …   Dictionary of Greek

  • εργοτήρης — ἐργοτήρης, ὁ (Α) επιστάτης έργων. [ΕΤΥΜΟΛ. < έργον + τήρης (< τηρέω, ώ «παρατηρώ, παρακολουθώ»)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»